ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΧΘΡΟΠΑΘΕΙΑ» ΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έθεσε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου με τίτλο «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου».
Στο άρθρο 3 του ανωτέρω σχεδίου νόμου προβλέπεται ότι τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών έως 3 ετών και χρηματική ποινή 1.000 - 5.000 ευρώ «όποιος από πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του Τύπου, ή μέσω διαδικτύου , ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση την φυλή , το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό, ή κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη». Ο όρος «εχθροπάθεια» νοείται σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 2 του σχεδίου νόμου «ως αναφερόμενος τόσο στην καλλιέργεια, όσο και στην εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας».
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρ.4 του ίδιου σχεδίου νόμου , προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 2 έτη και χρηματική ποινή 1.000 - 3.000 ευρώ σε όποιον «δημόσια, προφορικά, ή δια του Τύπου, ή μέσω διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει ή αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου… και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζεται με βάση την φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον γενετήσιο προσανατολισμό ή κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της».
Σύμφωνα με μία από τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού μας συστήματος και γενικότερα του κράτους δικαίου, η οποία μάλιστα κατοχυρώνεται ρητώς, τόσο στο άρ. 7 παρ.1 του Συντάγματος, όσο και στο άρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, αλλά και στο άρ. 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαγορεύεται η θέσπιση αόριστων ποινικών νόμων, δηλαδή νόμων οι οποίοι απειλούν ποινικές κυρώσεις χωρίς να περιγράφουν με σαφήνεια την επαπειλούμενη με ποινή εγκληματική συμπεριφορά, ώστε να μπορεί κάθε πολίτης να γνωρίζει χωρίς αμφιβολία πότε η πράξη του στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα.
Είναι φανερό ότι οι παραπάνω διατάξεις του σχεδίου νόμου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την διάταξη του άρ. 7 του Συντάγματος, διότι εάν ψηφιστεί το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ουδείς πολίτης θα γνωρίζει με ασφάλεια εάν η οποιαδήποτε άποψη ή η γνώμη την οποία θα εκφράσει δημόσια ή ακόμη και ιδιωτικώς μπορεί να εκληφθεί ως καλλιέργεια «εχθροπάθειας» επικίνδυνης για την δημόσια τάξη, ούτε εάν θα διωχθεί με την αιτιολογία ότι οι ιδέες και το προϊόν της τέχνης του αποτέλεσαν εγκωμιασμό ή άρνηση εγκλημάτων πολέμου ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Αλλά δεν παραβιάζεται μόνο το άρ.7 παρ.1 του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σε περίπτωση ψήφισης του ανωτέρω σχεδίου προφανώς θα πληγεί βάναυσα και το άρ. 16 παρ.1 εδ. α΄ του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες» , καθώς επίσης και η συνταγματική διάταξη του άρ. 14, η οποία κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της έκφρασης, τόσο προφορικώς όσο και δια του τύπου.
Εάν δεν απατώμαστε, η ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει τέτοιο κραυγαλέο παράδειγμα νομοθετήματος αόριστου ποινικού νόμου από την εποχή του διαβόητου δικτατορικού νομοθετικού διατάγματος 346\1969 περί τύπου, όπου θεωρούνταν αξιόποινη πράξη η έντυπη καταχώρηση κειμένων των οποίων το περιεχόμενο «δύναται να προκαλέση ηττοπάθειαν». Από την «ηττοπάθεια» στην «εχθροπάθεια»!
Πάντως, εάν κρίνει κανείς και από τα σχόλια των πολιτών που συμμετέχουν στην δημόσια διαβούλευση επί του προανεφερθέντος σχεδίου νόμου, είναι βέβαιο ότι δεν αρκεί η μετονομασία του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε «Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» από τον Πρωθυπουργό για να πεισθεί ο λαός ότι πράγματι κατοχυρώνεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προστατεύονται τα συνταγματικά δικαιώματα.