Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Δαμιανὀς Βασιλειάδης


Η απόλυτη ξεφτίλα
του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
                                                                        Αθήνα, 16.3.2012

Πήγα σήμερα στο ΙΚΑ. Αγίου Κωνσταντίνου 16. Τι να έκανα;
Όχι για μένα, μην ανησυχείτε! Για την αδελφή μου. Άρρωστη ούσα, έπρεπε να βοηθήσω.
Η ανεψιά μου επίσης άρρωστη, που θα έκανε αυτή την εκδούλευση. Όπως νά’ ναι πήγα. Βλέπεις, είμαι παιδί για όλες τις δουλειές.
Όποιοι με ξέρουν, το ξέρουν και όσοι δεν το ξέρουν, αν θέλουν, ας μάθουν! Το ιστολόγιό μου είναι στη διάθεσή τους (www.damonpontos.gr).
Καβάλησα το λεωφορείο και κατέβηκα. Δεν είμαι βολεμένος, οπότε λεωφορείο με τον λαουτζίκο. Στο λεωφορείο στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Άσπροι, μαύροι κ.λπ. Δεν είδα μπλε, πράσινους και κόκκινους ή ροζ, παρ’ όλο που το μάτι μου κόβει. Μπορεί να κάνω και λάθος. Ίσως να μου ξέφυγε κάποιος, αν και δεν πιστεύω.
Τέλος πάντων. Κόσμος πολύς. Μην σας πάει όμως το μυαλό στο «συνωστισμό» της κ. Ρεπούση, που είναι στα μέσα και στα έξω στο κόμμα του κ. Κουβέλη.
Άλλοι το λεν απόκομμα του ΠΑΣΟΚ, (του «δημοκρατικού» παρακαλώ, όπως η Νέα Δημοκρατία. Κι’ αυτή δημοκρατική), άλλοι το λεν ανάχωμα του.
Εγώ το λέω μετά παρρησίας χωματερή όλων των απανταχού εν Ελλάδι εθνομηδενιστών.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο την πολιτική. Ας πάμε στα κοινωνικά.
Κατεβαίνω με τα χαρτιά της αδελφής μου και ψάχνω το ΙΚΑ. Ρωτάω και με παραπέμπουν στο νούμερο 16. Κόσμος πολύς. Κι’ όταν λέω πολύς, χαμός σας λέω.
Δεν λέω «Συνωστισμός» για να μην προσβάλω την κ. Ρεπούση, που είναι (αυτό αξίζει να το πληροφορηθείτε) υπεύθυνη του τομέα Παιδείας της «Δημοκρατικής» Αριστεράς.
Είναι αλήθεια ότι μπερδεύομαι, ποια λέξη να βάλω σε εισαγωγικά. Και, αν θέλετε με πιστεύετε: Δεν είμαι άσχετος.
 Όμως παρασύρθηκα πάλι.
Ξαναγυρίζω στο ΙΚΑ. Περίμεναν γύρω στα 80 με εκατό άτομα. Όλοι ταλαιπωρημένοι συνταξιούχοι. Δεν θέλω να πω ένα βήμα πριν από το μοιραίο. Ο ένας κουτσός, άλλος κιτρινιάρης, ο άλλος σακάτης και όλοι τους βασικά ανήμποροι.
Όμως έπρεπε να υποστούν την απόλυτη ξεφτίλα του συστήματος.
Δεν εξηγείται διαφορετικά. Αυτοί που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν πρέπει να είναι μαζοχιστές και αναίσθητοι, πέρα από όλα τα άλλα κοσμητικά επίθετα που μπορεί να τους προσάψει κανείς με ευχέρεια, χωρίς να κάνει επιλογή. Όλα τα αρνητικά κοσμητικά επίθετα τους αξίζουν.
Άλλοι λοιπόν όρθιοι, ώρες ολόκληρες. Έξω στο πεζοδρόμιο.
Μέσα μόλις μπορούσες να κουνηθείς. Ο χώρος 10 επί 10 το πολύ. Δεν χωρούσε καρφίτσα. «Συνωστισμός» σου λέω. Πήρα το νούμερο 162 και περίμενα, περίπου 3 ώρες.
Για καλό και για κακό πήρα ένα βιβλίο μαζί μου.
Για καλή μου τύχη μου ανοίγει συζήτηση μια κυρία από το Αϊβαλή. Είμαι πρόσφυγας και η κατάσταση αυτή μου θυμίζει τους διωγμούς και την καταφρόνια που ζήσαμε τότε.
Α, κι’ εγώ είμαι πρόσφυγας, της λέω και θερμάνθηκε αμέσως η ατμόσφαιρα. Επιτέλους δύο άνθρωποι είχαν κάτι καινό να μοιράσουν. Ο πατέρας μου ήταν πέντε φορές πρόσφυγας, της λέω, προφανώς για να την εντυπωσιάσω για να αρχίσουμε μαζί το κλάμα για τη σημερινή κατάντια, που θυμίζει τα παλιά.
Ναι της λέω. Πέντε φορές πρόσφυγας, γι’ αυτήν την πατρίδα, που κάποιοι απάτριδες την κατάντησαν, όπως την κατάντησαν και διηγώντας τα να κλαις, όπως λέει και ο ποιητής Σολωμός. Δεν λέω εθνικός, γιατί στους εθνοαποδομητές δημιουργεί αλλεργία ο όρος «εθνικός».  
Οπότε άρχισε κι’ αυτή να μου διηγείται τα πάθη του Χριστού. Υποφέραμε τα πάνδεινα μου λέει, αλλά και τώρα κοιτάξτε αυτά τα χάλια. Ταλαιπωρούν όλον αυτόν τον κόσμο, που ο καθένας τους έχει πεντακόσιες ασθένειες και πρέπει να στήνεται στη σειρά για να πάρει ένα φάρμακο, μετά από ένας θεός ξέρει πόσες ώρες.
Δεν έχουν τον θεό τους. Που να τον βρουν! της λέω, προσπαθώντας να της δώσω παρηγοριά!
Καλά, συνεχίζει, εγώ μπορώ να περπατήσω ακόμη. Και αυτοί που στέκονται κάπως στα πόδια τους, πάλι καλά. Όμως εκείνοι που δεν έχουν κάποιον άνθρωπο να τους πάρει τα φάρμακα, αν τα πάρουν βέβαια, μετά από τέτοια ταλαιπωρία; Τι θα γίνει με δαύτους;
Τι να της πω; Το μόνο που μπορούσα να της πω, της το είπα. Της λέω: Θα τα γράψω μόλις πάω στο σπίτι μου και θα τα στείλω όπου μπορώ. Άδικος κόπος μου λέει. Ποιος θα σε ακούσει;
Όχι της λέω. Εγώ είμαι δάσκαλος και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι τίποτε δεν πάει χαμένο. Εμείς πρέπει να σπείρουμε αξιοπρέπεια. Είναι όπως τα μανιτάρια. Μπορεί να φυτρώσουν μετά από μερικά χρόνια και περισσότερο, όταν βρεθούν σε κατάλληλες συνθήκες.
Α, μου λέει κι’ εγώ ήμουν δασκάλα.
Ε, τότε της λέω. Πρέπει να μην τα βάλουμε κάτω και να δώσουμε θάρρος και ελπίδα στον κόσμο και κυρίως στη νεολαία, ώσπου να τους γκρεμοτσακίσουμε να πάνε στα τσακίδια. Με πίστεψε, δεν με πίστεψε, δεν ξέρω.
Ήρθε ο αριθμός της 157 και προχώρησε στο γκισέ.. Φεύγοντας, μετά από 3 ώρες περίπου, μου λέει με νόημα: Δεν είχαν το φάρμακο και πρέπει να ξανάρθω. Ποιο νόημα, δεν κατάλαβα. Ή μάλλον κατάλαβα.
Η απόλυτη ξεφτίλα!
Όμως μην σας πιάνει πανικός. Όπου να’ ναι έρχεται η αλλαγή. Το ακούσατε; Το είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Χαράς ευαγγέλια (Βεγκαλικά) λοιπόν!!
Με ακούτε;;; Δε μπορεί κάποιος θα με ακούσει! Έστω ένας. Είναι ένα βήμα κι’ αυτό!